- αποδοτέος
- α, ον1) подлежащий возврату; 2) который должен быть приписан или вменён (в вину)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀποδοτέος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδοτέον — ἀποδοτέος masc/fem acc sg ἀποδοτέος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδοτέα — ἀποδοτέος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδοτέων — ἀποδοτέος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)